πεζοπόρος

πεζοπόρος
-α, -ο
πεζοδρόμος, οδοιπόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεζοπόρος — going by land masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοπόρος — ο / πεζοπόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος») γ)… …   Dictionary of Greek

  • πεζοπόρον — πεζοπόρος going by land masc/fem acc sg πεζοπόρος going by land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοπόροισιν — πεζοπόρος going by land masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… …   Wikipedia Español

  • βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην …   Dictionary of Greek

  • δρομοκόπος — ο οδοιπόρος, πεζοπόρος, στρατοκόπος …   Dictionary of Greek

  • ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρόμος — ο / πεζοδρόμος, ον, ΝΜ αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυ δρόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”